- κλείδωμα
- το (Α κλείδωμα) [κλειδώ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλειδώνω, η ασφάλιση με κλειδί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλείδωμα — fastening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείδωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του κλειδώνω, το κλείσιμο με κλειδί: Δίνει μεγάλη προσοχή στο κλείδωμα της εξώπορτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλειδώμασι — κλείδωμα fastening neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδώμασιν — κλείδωμα fastening neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
επιπάκτωση — η κλείσιμο, κλείδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πακτώ (< πακτός) «κλείνω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
κατακράτηση — Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει όποιος στερεί την ελευθερία άλλου, κλείνοντάς τον σε περιορισμένο χώρο παρά τη θέλησή του ή περιορίζοντας τις κινήσεις του κατά οποιονδήποτε τρόπο. Τιμωρείται με φυλάκιση, ανάλογα με τη διάρκειά της. Οι νόμοι… … Dictionary of Greek
κεφαλοκλείδωμα — το (κατά την πάλη) λαβή τής κεφαλής τού αντιπάλου με την κλείδωση τού αγκώνα, με σκοπό την ακινητοποίηση της. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλείδωμα (< κλειδώνω)] … Dictionary of Greek
κλείδωση — η (AM κλείδωσις) [κλειδώ] το κλείδωμα νεοελλ. σημείο σύνδεσης ή άρθρωσης δύο πραγμάτων μεταξύ τους νεοελλ. μσν. η άρθρωση τών οστών (α. «κλείδωση τού χεριού». β. «κλείδωση στο γόνατο») … Dictionary of Greek
κλείθρωσις — κλείθρωσις, ἡ (Μ) κλείδωση, σύγκλειση, κλείδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *κλειθρόω / ῶ] … Dictionary of Greek